καταψηλαφώ

καταψηλαφώ
καταψηλαφῶ, -άω (AM)
1. ψηλαφώ προσεκτικά, επιμελώς («ταῡτα εἶπε καταψηλαφήσασά μου τὰ ὦτα καὶ τὸ λοιπὸν δέρμα», Λουκιαν.)
2. μτφ. αναζητώ
3. ερευνώ με επιμέλεια
4. δοκιμάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”